Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάχυντος
τρίπεδος
τριπέτηλον
τριπέτηλος
τρίπηχυς
τρίπλαξ
τριπλασιάζομαι
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τριπλοῦς
τριποδήιος
τριπόδης
τριπόθητος
τρίπολις
τριπόλιστος
τρίπολος
τρίπους
View word page
τριπλασιάζομαι
τριπλασιάζομαιpass.vbτριπλάσιος of an amountbe trebledPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριπλασιάζομαι
Headword (normalized):
τριπλασιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
τριπλασιαζομαι
IDX:
40189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40190
Key:
τριπλασιάζομαι

Data

{'headword_display': '<b> τριπλασιάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL> τριπλασιάζομαι</HL><PS>pass.vb</PS><Ety><Ref>τριπλάσιος</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of an amount</Indic><Tr>be trebled</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'τριπλασιάζομαι'}