Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριόδους
τριοῖσι
τριόροφος
τριόρχης
τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάχυντος
τρίπεδος
τριπέτηλον
τριπέτηλος
τρίπηχυς
τρίπλαξ
τριπλασιάζομαι
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τριπλοῦς
τριποδήιος
τριπόδης
τριπόθητος
View word page
τρι-πέτηλον
τρι-πέτηλονουnπέταλον plant with triple leavescloverCall.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριπέτηλον
Headword (normalized):
τριπέτηλον
Headword (normalized/stripped):
τριπετηλον
IDX:
40185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40186
Key:
τριπέτηλον

Data

{'headword_display': '<b>τρι-πέτηλον</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τρι-πέτηλον</HL><Infl>ου</Infl><PS>n</PS><Ety><Ref>πέταλον</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>plant with triple leaves</Def><Tr>clover</Tr><Au>Call.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τριπέτηλον'}