Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριοδοντίᾱ
τριόδους
τριοῖσι
τριόροφος
τριόρχης
τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάχυντος
τρίπεδος
τριπέτηλον
τριπέτηλος
τρίπηχυς
τρίπλαξ
τριπλασιάζομαι
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τριπλοῦς
τριποδήιος
τριπόδης
View word page
τρί-πεδος
τρί-πεδοςονadjπούς of a measurementof three feetPlb.

ShortDef

three feet long

Debugging

Headword:
τρίπεδος
Headword (normalized):
τρίπεδος
Headword (normalized/stripped):
τριπεδος
IDX:
40184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40185
Key:
τρίπεδος

Data

{'headword_display': '<b>τρί-πεδος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρί-πεδος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πούς</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a measurement</Indic><Tr>of three feet</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρίπεδος'}