Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριξός
τρίοδος
τριοδοντίᾱ
τριόδους
τριοῖσι
τριόροφος
τριόρχης
τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάχυντος
τρίπεδος
τριπέτηλον
τριπέτηλος
τρίπηχυς
τρίπλαξ
τριπλασιάζομαι
τριπλάσιος
τρίπλεθρος
τριπλοῦς
View word page
τρί-παλτος
τρί-παλτοςονadjπαλτός thrice brandishedfig., of sufferingsstriking thrice, repeatedA.dub.

ShortDef

thrice-brandished

Debugging

Headword:
τρίπαλτος
Headword (normalized):
τρίπαλτος
Headword (normalized/stripped):
τριπαλτος
IDX:
40182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40183
Key:
τρίπαλτος

Data

{'headword_display': '<b>τρί-παλτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρί-παλτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>παλτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>thrice brandished</Def><aS2><Indic>fig., of sufferings</Indic><Tr>striking thrice, repeated</Tr><Au>A.<LblR>dub.</LblR></Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'τρίπαλτος'}