Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρῑμμός
τριμοιρίᾱ
τρίμοιρος
τρίμορφος
Τρῑνακρίᾱ
τριξός
τρίοδος
τριοδοντίᾱ
τριόδους
τριοῖσι
τριόροφος
τριόρχης
τρίπαις
τρίπαλαι
τριπάλαστος
τρίπαλτος
τριπάχυντος
τρίπεδος
τριπέτηλον
τριπέτηλος
τρίπηχυς
View word page
τρι-όροφος
τρι-όροφοςονadjὀροφή of a housethree-storeyedHdt.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριόροφος
Headword (normalized):
τριόροφος
Headword (normalized/stripped):
τριοροφος
IDX:
40177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40178
Key:
τριόροφος

Data

{'headword_display': '<b>τρι-όροφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρι-όροφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀροφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a house</Indic><Tr>three-storeyed</Tr><Au>Hdt.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τριόροφος'}