Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριλάγῡνος
τρίλλιστος
τριλοφίᾱ
τριμερής
τρίμετρος
τρίμηνος
τρῖμμα
τρῑμμός
τριμοιρίᾱ
τρίμοιρος
τρίμορφος
Τρῑνακρίᾱ
τριξός
τρίοδος
τριοδοντίᾱ
τριόδους
τριοῖσι
τριόροφος
τριόρχης
τρίπαις
τρίπαλαι
View word page
τρί-μορφος
τρί-μορφοςονadjμορφή of the Fateswho take three different formsA.

ShortDef

three-formed

Debugging

Headword:
τρίμορφος
Headword (normalized):
τρίμορφος
Headword (normalized/stripped):
τριμορφος
IDX:
40170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40171
Key:
τρίμορφος

Data

{'headword_display': '<b>τρί-μορφος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρί-μορφος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μορφή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the Fates</Indic><Tr>who take three different forms</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρίμορφος'}