Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρικύαθος
τρικῡμίᾱ
τριλάγῡνος
τρίλλιστος
τριλοφίᾱ
τριμερής
τρίμετρος
τρίμηνος
τρῖμμα
τρῑμμός
τριμοιρίᾱ
τρίμοιρος
τρίμορφος
Τρῑνακρίᾱ
τριξός
τρίοδος
τριοδοντίᾱ
τριόδους
τριοῖσι
τριόροφος
τριόρχης
View word page
τριμοιρίᾱ
τριμοιρίᾱᾱςfτρίμοιρος threefold portiontriple payX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριμοιρίᾱ
Headword (normalized):
τριμοιρίᾱ
Headword (normalized/stripped):
τριμοιρια
IDX:
40168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40169
Key:
τριμοιρίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>τριμοιρίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τριμοιρίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>τρίμοιρος</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>threefold portion</Def><Tr>triple pay</Tr><Au>X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τριμοιρίᾱ'}