Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρικέφᾱλος
τρίκλῑνον
τρικόρυθος
τρικότυλος
τρίκρᾱνος
τρικύαθος
τρικῡμίᾱ
τριλάγῡνος
τρίλλιστος
τριλοφίᾱ
τριμερής
τρίμετρος
τρίμηνος
τρῖμμα
τρῑμμός
τριμοιρίᾱ
τρίμοιρος
τρίμορφος
Τρῑνακρίᾱ
τριξός
τρίοδος
View word page
τρι-μερής
τρι-μερήςέςadjμέρος of a branch of learningtripartitePlb.

ShortDef

tripartite, threefold

Debugging

Headword:
τριμερής
Headword (normalized):
τριμερής
Headword (normalized/stripped):
τριμερης
IDX:
40163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40164
Key:
τριμερής

Data

{'headword_display': '<b>τρι-μερής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρι-μερής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μέρος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a branch of learning</Indic><Tr>tripartite</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τριμερής'}