Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

ἀμολγαῖος
ἀμολγάς
ἀμολγεύς
ἀμολγός
ἄμομφος
ἀμορβεύω
ἀμορβός
ἀμοργίς
ἀμοργός
Ἀμοργός
ἄμορος
ἀμορφίᾱ
ἄμορφος
ᾱ̔μός
ἆμος
ἄμοτος
ἁμοῦ γέ που
ἀμουσίᾱ
ἄμουσος
ἄμοχθος
ἀμπάλλω
View word page
ἄμορος
ἄμοροςadjsee underἄμμορος

ShortDef

unlucky, wretched

Debugging

Headword:
ἄμορος
Headword (normalized):
ἄμορος
Headword (normalized/stripped):
αμορος
IDX:
4015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-4016
Key:
ἄμορος

Data

{'headword_display': '<b>ἄμορος</b>', 'content': '<XE><HG><HL>ἄμορος</HL><PS>adj</PS></HG><XR>see under<Ref>ἄμμορος</Ref></XR> </XE>', 'key': 'ἄμορος'}