Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριηράρχημα
τριηραρχίᾱ
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
τριήρης
τριηρικός
τριηρῖται
τριηροποιοί
τρικάρηνος
τρικέφᾱλος
τρίκλῑνον
τρικόρυθος
τρικότυλος
τρίκρᾱνος
τρικύαθος
τρικῡμίᾱ
τριλάγῡνος
τρίλλιστος
τριλοφίᾱ
τριμερής
View word page
τρι-κέφᾱλος
τρι-κέφᾱλοςονadjκεφαλή metri grat.of Geryonthree-headedHes.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρικέφᾱλος
Headword (normalized):
τρικέφᾱλος
Headword (normalized/stripped):
τρικεφαλος
IDX:
40153
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40154
Key:
τρικέφᾱλος

Data

{'headword_display': '<b>τρι-κέφᾱλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρι-κέφᾱλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κεφαλή</Ref></Ety><FG><Case><Lbl><Gr>ᾱ</Gr> <ital>metri grat.</ital></Lbl></Case></FG></HG><aS1><Indic>of Geryon</Indic><Tr>three-headed</Tr><Au>Hes.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρικέφᾱλος'}