Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριημιολίᾱ
τριημιπόδιος
τριηραρχέω
τριηράρχημα
τριηραρχίᾱ
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
τριήρης
τριηρικός
τριηρῖται
τριηροποιοί
τρικάρηνος
τρικέφᾱλος
τρίκλῑνον
τρικόρυθος
τρικότυλος
τρίκρᾱνος
τρικύαθος
τρικῡμίᾱ
τριλάγῡνος
View word page
τριηρῖται
τριηρῖταιῶνm.pl collectv.crew of a triremeHdt. Th. X. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριηρῖται
Headword (normalized):
τριηρῖται
Headword (normalized/stripped):
τριηριται
IDX:
40150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40151
Key:
τριηρῖται

Data

{'headword_display': '<b>τριηρῖται</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τριηρῖται</HL><Infl>ῶν</Infl><PS>m.pl</PS></HG> <nS1><Indic>collectv.</Indic><Tr>crew of a trireme</Tr><Au>Hdt. Th. X. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τριηρῖται'}