Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριετίᾱ
τρίζυγος
τρίζυξ
τρίζω
τριηκ-
τριημιολίᾱ
τριημιπόδιος
τριηραρχέω
τριηράρχημα
τριηραρχίᾱ
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
τριήρης
τριηρικός
τριηρῖται
τριηροποιοί
τρικάρηνος
τρικέφᾱλος
τρίκλῑνον
τρικόρυθος
View word page
τριηραρχικός
τριηραρχικόςή όνadjof an Athenian lawrelating to the trierarchyD.of legal casesconcerning trierarchsArist.

ShortDef

of or for the trierarchy

Debugging

Headword:
τριηραρχικός
Headword (normalized):
τριηραρχικός
Headword (normalized/stripped):
τριηραρχικος
IDX:
40145
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40146
Key:
τριηραρχικός

Data

{'headword_display': '<b>τριηραρχικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τριηραρχικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of an Athenian law</Indic><Tr>relating to the trierarchy</Tr><Au>D.</Au><aS2><Indic>of legal cases</Indic><Tr>concerning trierarchs</Tr><Au>Arist.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'τριηραρχικός'}