Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριέτηρος
τριετής
τριετίᾱ
τρίζυγος
τρίζυξ
τρίζω
τριηκ-
τριημιολίᾱ
τριημιπόδιος
τριηραρχέω
τριηράρχημα
τριηραρχίᾱ
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
τριήρης
τριηρικός
τριηρῖται
τριηροποιοί
τρικάρηνος
τρικέφᾱλος
View word page
τριηράρχημα
τριηράρχημαατοςn collectv.app.skilled crewofficerson a triremeD.

ShortDef

the trierarch's crew

Debugging

Headword:
τριηράρχημα
Headword (normalized):
τριηράρχημα
Headword (normalized/stripped):
τριηραρχημα
IDX:
40143
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40144
Key:
τριηράρχημα

Data

{'headword_display': '<b>τριηράρχημα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τριηράρχημα</HL><Infl>ατος</Infl><PS>n</PS></HG> <nS1><Indic>collectv.</Indic><Qualif>app.</Qualif><Def>skilled crew</Def><Tr>officers<Expl>on a trireme</Expl></Tr><Au>D.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τριηράρχημα'}