Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριδάκτυλος
τρίδουλος
τρίδραχμος
τριέλικτος
τριέμβολον
τριετηρίς
τριέτηρος
τριετής
τριετίᾱ
τρίζυγος
τρίζυξ
τρίζω
τριηκ-
τριημιολίᾱ
τριημιπόδιος
τριηραρχέω
τριηράρχημα
τριηραρχίᾱ
τριηραρχικός
τριήραρχος
τριηραύλης
View word page
τρίζυξ
τρίζυξζυγοςmasc.fem.adj of a pathwhere three roads joinS.Ichn.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρίζυξ
Headword (normalized):
τρίζυξ
Headword (normalized/stripped):
τριζυξ
IDX:
40137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40138
Key:
τρίζυξ

Data

{'headword_display': '<b>τρίζυξ</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρίζυξ</HL><Infl>ζυγος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a path</Indic><Tr>where three roads join</Tr><Au>S.<Wk>Ichn.</Wk></Au></aS1></AE>', 'key': 'τρίζυξ'}