Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριγωνοειδής
τρίγωνος
τριδάκτυλος
τρίδουλος
τρίδραχμος
τριέλικτος
τριέμβολον
τριετηρίς
τριέτηρος
τριετής
τριετίᾱ
τρίζυγος
τρίζυξ
τρίζω
τριηκ-
τριημιολίᾱ
τριημιπόδιος
τριηραρχέω
τριηράρχημα
τριηραρχίᾱ
τριηραρχικός
View word page
τριετίᾱ
τριετίᾱᾱςf period of three yearsNT. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριετίᾱ
Headword (normalized):
τριετίᾱ
Headword (normalized/stripped):
τριετια
IDX:
40135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40136
Key:
τριετίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>τριετίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τριετίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>period of three years</Tr><Au>NT. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τριετίᾱ'}