Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρίγλυφοι
τρίγλυφον
τριγλώχῑν
τριγονίᾱ
τρίγονος
τριγωνοειδής
τρίγωνος
τριδάκτυλος
τρίδουλος
τρίδραχμος
τριέλικτος
τριέμβολον
τριετηρίς
τριέτηρος
τριετής
τριετίᾱ
τρίζυγος
τρίζυξ
τρίζω
τριηκ-
τριημιολίᾱ
View word page
τρι-έλικτος
τρι-έλικτοςονadjἑλικτός of a serpentthrice-coiledHdt.oracle

ShortDef

thrice coiled

Debugging

Headword:
τριέλικτος
Headword (normalized):
τριέλικτος
Headword (normalized/stripped):
τριελικτος
IDX:
40130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40131
Key:
τριέλικτος

Data

{'headword_display': '<b>τρι-έλικτος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρι-έλικτος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἑλικτός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a serpent</Indic><Tr>thrice-coiled</Tr><Au>Hdt.<LblR>oracle</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'τριέλικτος'}