Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριγέρων
τρίγληνος
τρίγλυφοι
τρίγλυφον
τριγλώχῑν
τριγονίᾱ
τρίγονος
τριγωνοειδής
τρίγωνος
τριδάκτυλος
τρίδουλος
τρίδραχμος
τριέλικτος
τριέμβολον
τριετηρίς
τριέτηρος
τριετής
τριετίᾱ
τρίζυγος
τρίζυξ
τρίζω
View word page
τρί-δουλος
τρί-δουλοςονadjδοῦλος of a persontriply a slavea slave through and throughA.satyr.fr. S.

ShortDef

a slave through three generations, thrice a slave

Debugging

Headword:
τρίδουλος
Headword (normalized):
τρίδουλος
Headword (normalized/stripped):
τριδουλος
IDX:
40128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40129
Key:
τρίδουλος

Data

{'headword_display': '<b>τρί-δουλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρί-δουλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>δοῦλος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a person</Indic><Def>triply a slave</Def><Tr>a slave through and through</Tr><Au>A.<Wk>satyr.fr.</Wk> S.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρίδουλος'}