Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρίγαμος
τριγέρων
τρίγληνος
τρίγλυφοι
τρίγλυφον
τριγλώχῑν
τριγονίᾱ
τρίγονος
τριγωνοειδής
τρίγωνος
τριδάκτυλος
τρίδουλος
τρίδραχμος
τριέλικτος
τριέμβολον
τριετηρίς
τριέτηρος
τριετής
τριετίᾱ
τρίζυγος
τρίζυξ
View word page
τρι-δάκτυλος
τρι-δάκτυλοςονadjof a measured lengthof three finger-breadthsPlb.

ShortDef

three-fingered

Debugging

Headword:
τριδάκτυλος
Headword (normalized):
τριδάκτυλος
Headword (normalized/stripped):
τριδακτυλος
IDX:
40127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40128
Key:
τριδάκτυλος

Data

{'headword_display': '<b>τρι-δάκτυλος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρι-δάκτυλος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of a measured length</Indic><Tr>of three finger-breadths</Tr><Au>Plb.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τριδάκτυλος'}