Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Τριβαλλοί
τριβή
τριβολεκτράπελος
τρίβολος
τρίβος
τρῑ́βω
τρίβων
τρίβων
τρίγαμος
τριγέρων
τρίγληνος
τρίγλυφοι
τρίγλυφον
τριγλώχῑν
τριγονίᾱ
τρίγονος
τριγωνοειδής
τρίγωνος
τριδάκτυλος
τρίδουλος
τρίδραχμος
View word page
τρί-γληνος
τρί-γληνοςονadjγλήνη; cf. γλήνεα of earringswith three dropsHom.

ShortDef

with three pupils

Debugging

Headword:
τρίγληνος
Headword (normalized):
τρίγληνος
Headword (normalized/stripped):
τριγληνος
IDX:
40119
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40120
Key:
τρίγληνος

Data

{'headword_display': '<b>τρί-γληνος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρί-γληνος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>γλήνη</Ref>; cf. <Ref>γλήνεα</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of earrings</Indic><Tr>with three drops</Tr><Au>Hom.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τρίγληνος'}