Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριάς
Τριβαλλοί
τριβή
τριβολεκτράπελος
τρίβολος
τρίβος
τρῑ́βω
τρίβων
τρίβων
τρίγαμος
τριγέρων
τρίγληνος
τρίγλυφοι
τρίγλυφον
τριγλώχῑν
τριγονίᾱ
τρίγονος
τριγωνοειδής
τρίγωνος
τριδάκτυλος
τρίδουλος
View word page
τρι-γέρων
τρι-γέρωνοντοςmasc.fem.adj of a sayingtriply oldof immemorial ageA.

ShortDef

triply old

Debugging

Headword:
τριγέρων
Headword (normalized):
τριγέρων
Headword (normalized/stripped):
τριγερων
IDX:
40118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40119
Key:
τριγέρων

Data

{'headword_display': '<b>τρι-γέρων</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρι-γέρων</HL><Infl>οντος</Infl><PS>masc.fem.adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a saying</Indic><Def>triply old</Def><Tr>of immemorial age</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τριγέρων'}