Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριᾱκόντερος
τριᾱκοντούτης
τριᾱκοντώρυγος
τριᾱκόσιοι
τριᾱκοστός
τριακτήρ
τριάρμενος
τριάς
Τριβαλλοί
τριβή
τριβολεκτράπελος
τρίβολος
τρίβος
τρῑ́βω
τρίβων
τρίβων
τρίγαμος
τριγέρων
τρίγληνος
τρίγλυφοι
τρίγλυφον
View word page
τριβολ-εκτράπελος
τριβολ-εκτράπελοςονadjτρίβολος pejor., of topics of disputationthorny-outlandishAr.

ShortDef

coarse rude jests

Debugging

Headword:
τριβολεκτράπελος
Headword (normalized):
τριβολεκτράπελος
Headword (normalized/stripped):
τριβολεκτραπελος
IDX:
40111
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40112
Key:
τριβολεκτράπελος

Data

{'headword_display': '<b>τριβολ-εκτράπελος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τριβολ-εκτράπελος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τρίβολος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>pejor., of topics of disputation</Indic><Tr>thorny-outlandish</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τριβολεκτράπελος'}