Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριᾱκοντάζυγος
τριᾱκοντάκις
τριᾱκονταμναῖος
τριᾱκονταρχίᾱ
τριᾱκόντερος
τριᾱκοντούτης
τριᾱκοντώρυγος
τριᾱκόσιοι
τριᾱκοστός
τριακτήρ
τριάρμενος
τριάς
Τριβαλλοί
τριβή
τριβολεκτράπελος
τρίβολος
τρίβος
τρῑ́βω
τρίβων
τρίβων
τρίγαμος
View word page
τρι-άρμενος
τρι-άρμενοςονadjἄρμενα, underἀραρίσκω of a shipwith three sails, mastsdecksPlu.

ShortDef

with three sails

Debugging

Headword:
τριάρμενος
Headword (normalized):
τριάρμενος
Headword (normalized/stripped):
τριαρμενος
IDX:
40107
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40108
Key:
τριάρμενος

Data

{'headword_display': '<b>τρι-άρμενος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τρι-άρμενος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄρμενα</Ref>, under<Ref>ἀραρίσκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a ship</Indic><Tr>with three sails, masts<or/>decks</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τριάρμενος'}