Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τριᾱκονθάμματος
τριᾱκονθήμερος
τριᾱ́κοντα
τριᾱκονταέτης
τριᾱκοντάζυγος
τριᾱκοντάκις
τριᾱκονταμναῖος
τριᾱκονταρχίᾱ
τριᾱκόντερος
τριᾱκοντούτης
τριᾱκοντώρυγος
τριᾱκόσιοι
τριᾱκοστός
τριακτήρ
τριάρμενος
τριάς
Τριβαλλοί
τριβή
τριβολεκτράπελος
τρίβολος
τρίβος
View word page
τριᾱκοντ-ώρυγος
τριᾱκοντ-ώρυγοςονadjὄργυια of hunting netsmeasuring thirty fathomsin lengthX.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τριᾱκοντώρυγος
Headword (normalized):
τριᾱκοντώρυγος
Headword (normalized/stripped):
τριακοντωρυγος
IDX:
40103
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40104
Key:
τριᾱκοντώρυγος

Data

{'headword_display': '<b>τριᾱκοντ-ώρυγος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τριᾱκοντ-ώρυγος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὄργυια</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of hunting nets</Indic><Tr>measuring thirty fathoms<Expl>in length</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τριᾱκοντώρυγος'}