Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τρέπω
τρέφω
τρέχω
τρέω
τρῆμα
τρήρων
τρῆσις
τρητός
Τρηχῑ́νιος
τρηχῡ́νω
τρία
τρίαινα
τριαινόω
τριακαιδεκέτης
τριᾱκάς
τριᾱκονθάμματος
τριᾱκονθήμερος
τριᾱ́κοντα
τριᾱκονταέτης
τριᾱκοντάζυγος
τριᾱκοντάκις
View word page
τρία
τρίαneut.pl.num.adj. and sbseeτρεῖς

ShortDef

three (see τρεῖς)

Debugging

Headword:
τρία
Headword (normalized):
τρία
Headword (normalized/stripped):
τρια
IDX:
40088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40089
Key:
τρία

Data

{'headword_display': '<b>τρία</b>', 'content': '<XE><HG><HL>τρία</HL><PS>neut.pl.num.adj. and sb</PS></HG><XR>see<Ref>τρεῖς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τρία'}