Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
τραυματίᾱς
τραυματίζω
τράφε
τραφερός
τράφην
τράφω
τρᾱχέως
τραχήλια
τραχηλίζω
τράχηλος
Τρᾱχίς
τρᾱχῡ́νω
τρᾱχύς
τρᾱχύτης
τράχω
τρεῖς
τρεισκαίδεκα
View word page
τρᾱχέως
τρᾱχέωςadvsee underτρᾱχύς

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τρᾱχέως
Headword (normalized):
τρᾱχέως
Headword (normalized/stripped):
τραχεως
IDX:
40066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40067
Key:
τρᾱχέως

Data

{'headword_display': '<b>τρᾱχέως</b>', 'content': '<XE><HG><HL>τρᾱχέως</HL><PS>adv</PS></HG><XR>see under<Ref>τρᾱχύς</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τρᾱχέως'}