Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τράπεσδα
τραπέσθαι
τραπέω
τραπῆναι
τράπομαι
τράπον
τράπω
τρασιᾱ́
τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
τραυματίᾱς
τραυματίζω
τράφε
τραφερός
τράφην
τράφω
τρᾱχέως
τραχήλια
τραχηλίζω
View word page
τραυλότης
τραυλότηςητοςf lispPlu.

ShortDef

a lisping

Debugging

Headword:
τραυλότης
Headword (normalized):
τραυλότης
Headword (normalized/stripped):
τραυλοτης
IDX:
40058
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40059
Key:
τραυλότης

Data

{'headword_display': '<b>τραυλότης</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τραυλότης</HL><Infl>ητος</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>lisp</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τραυλότης'}