Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τραπεζῑτεύω
τραπεζῑ́της
τραπεζῑτικός
τραπεζοκόμος
τραπεζοποιός
τραπείομεν
τράπεσδα
τραπέσθαι
τραπέω
τραπῆναι
τράπομαι
τράπον
τράπω
τρασιᾱ́
τραυλίζω
τραυλός
τραυλότης
τραῦμα
τραυματίᾱς
τραυματίζω
τράφε
View word page
τράπομαι
τράπομαιIon.pass.vbseeτρέπω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τράπομαι
Headword (normalized):
τράπομαι
Headword (normalized/stripped):
τραπομαι
IDX:
40052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40053
Key:
τράπομαι

Data

{'headword_display': '<b>τράπομαι</b>', 'content': '<XE><HG><HL>τράπομαι</HL><PS>Ion.pass.vb</PS></HG><XR>see<Ref>τρέπω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τράπομαι'}