Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τραγῳδός
τράμις
τρᾱνής
τρᾱνώματα
τράπεζα
τραπεζεύς
τραπέζιον
τραπεζῑτεύω
τραπεζῑ́της
τραπεζῑτικός
τραπεζοκόμος
τραπεζοποιός
τραπείομεν
τράπεσδα
τραπέσθαι
τραπέω
τραπῆναι
τράπομαι
τράπον
τράπω
τρασιᾱ́
View word page
τραπεζο-κόμος
τραπεζο-κόμοςουmκομίζω table-attendant, waiterPlu.

ShortDef

one who sets out a table

Debugging

Headword:
τραπεζοκόμος
Headword (normalized):
τραπεζοκόμος
Headword (normalized/stripped):
τραπεζοκομος
IDX:
40045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-40046
Key:
τραπεζοκόμος

Data

{'headword_display': '<b>τραπεζο-κόμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τραπεζο-κόμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>κομίζω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>table-attendant, waiter</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τραπεζοκόμος'}