Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
τοπικός
τοπογραφίᾱ
τοπομαχέω
τόπος
τορείᾱ
τορεῖν
τορευτής
τορεύω
τόρμος
τόρνευμα
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
τορῡ́νη
τορῡ́νω
τοσαυτάκις
τοσαυταχῶς
τόσος
τοσόσδε
View word page
τορνευτο-λυρ-ασπιδο-πηγός
τορνευτο-λυρ-ασπιδο-πηγός
οῦ
m
λύρᾱ
ἀσπίς
1
πήγνῡμι
lyre-turner-and-shield-maker
Ar.
ShortDef
lyre-turner and shield-maker
Debugging
Headword:
τορνευτολυρασπιδοπηγός
Headword (normalized):
τορνευτολυρασπιδοπηγός
Headword (normalized/stripped):
τορνευτολυρασπιδοπηγος
IDX:
39976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39977
Key:
τορνευτολυρασπιδοπηγός
Data
{'headword_display': '<b>τορνευτο-λυρ-ασπιδο-πηγός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τορνευτο-λυρ-ασπιδο-πηγός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>λύρᾱ</Ref><Ref>ἀσπίς<Hm>1</Hm></Ref><Ref>πήγνῡμι</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>lyre-turner-and-shield-maker</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τορνευτολυρασπιδοπηγός'}