Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοπαστικός
τοπήια
τοπικός
τοπογραφίᾱ
τοπομαχέω
τόπος
τορείᾱ
τορεῖν
τορευτής
τορεύω
τόρμος
τόρνευμα
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
τορῡ́νη
τορῡ́νω
τοσαυτάκις
τοσαυταχῶς
View word page
τόρμος
τόρμοςουmhole, socket, mortiseinto which the end of a stake is fittedHdt.

ShortDef

any hole

Debugging

Headword:
τόρμος
Headword (normalized):
τόρμος
Headword (normalized/stripped):
τορμος
IDX:
39974
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39975
Key:
τόρμος

Data

{'headword_display': '<b>τόρμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τόρμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>hole, socket, mortise<Expl>into which the end of a stake is fitted</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τόρμος'}