Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοπάζω
τόπαρχος
τοπαστικός
τοπήια
τοπικός
τοπογραφίᾱ
τοπομαχέω
τόπος
τορείᾱ
τορεῖν
τορευτής
τορεύω
τόρμος
τόρνευμα
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
τορῡ́νη
τορῡ́νω
View word page
τορευτής
τορευτήςοῦmτορεύω craftsman in embossed metalworkPlu.

ShortDef

one who works in relief

Debugging

Headword:
τορευτής
Headword (normalized):
τορευτής
Headword (normalized/stripped):
τορευτης
IDX:
39972
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39973
Key:
τορευτής

Data

{'headword_display': '<b>τορευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τορευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τορεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>craftsman in embossed metalwork</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τορευτής'}