Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοξουλκός
τοξοφόρος
τοπάζω
τόπαρχος
τοπαστικός
τοπήια
τοπικός
τοπογραφίᾱ
τοπομαχέω
τόπος
τορείᾱ
τορεῖν
τορευτής
τορεύω
τόρμος
τόρνευμα
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
τόρνος
τορός
View word page
τορείᾱ
τορείᾱᾱςfτορεύω embossed metalworkPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τορείᾱ
Headword (normalized):
τορείᾱ
Headword (normalized/stripped):
τορεια
IDX:
39970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39971
Key:
τορείᾱ

Data

{'headword_display': '<b>τορείᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τορείᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>τορεύω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>embossed metalwork</Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τορείᾱ'}