Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοξοτευχής
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφόρος
τοπάζω
τόπαρχος
τοπαστικός
τοπήια
τοπικός
τοπογραφίᾱ
τοπομαχέω
τόπος
τορείᾱ
τορεῖν
τορευτής
τορεύω
τόρμος
τόρνευμα
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
τορνόομαι
View word page
τοπομαχέω
τοπομαχέωcontr.vbμάχη of a commanderconduct one's fighting with an eye to locationmanoeuvre for positionPlu.

ShortDef

to wage war by holding strong positions

Debugging

Headword:
τοπομαχέω
Headword (normalized):
τοπομαχέω
Headword (normalized/stripped):
τοπομαχεω
IDX:
39968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39969
Key:
τοπομαχέω

Data

{'headword_display': '<b>τοπομαχέω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>τοπομαχέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>μάχη</Ref></Ety></vHG> <vS1><Indic>of a commander</Indic><Def>conduct one's fighting with an eye to location</Def><Tr>manoeuvre for position</Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>", 'key': 'τοπομαχέω'}