Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοξοσύνη
τοξοτευχής
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφόρος
τοπάζω
τόπαρχος
τοπαστικός
τοπήια
τοπικός
τοπογραφίᾱ
τοπομαχέω
τόπος
τορείᾱ
τορεῖν
τορευτής
τορεύω
τόρμος
τόρνευμα
τορνευτολυρασπιδοπηγός
τορνεύω
View word page
τοπογραφίᾱ
τοπογραφίᾱᾱςfγράφω description of a localitytopographyPlb.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τοπογραφίᾱ
Headword (normalized):
τοπογραφίᾱ
Headword (normalized/stripped):
τοπογραφια
IDX:
39967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39968
Key:
τοπογραφίᾱ

Data

{'headword_display': '<b>τοπογραφίᾱ</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τοπογραφίᾱ</HL><Infl>ᾱς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>γράφω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>description of a locality</Def><Tr>topography</Tr><Au>Plb.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τοπογραφίᾱ'}