Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοξόκλυτος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξοτευχής
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφόρος
τοπάζω
τόπαρχος
τοπαστικός
τοπήια
τοπικός
τοπογραφίᾱ
τοπομαχέω
τόπος
τορείᾱ
τορεῖν
τορευτής
τορεύω
τόρμος
View word page
τοπαστικός
τοπαστικόςή όνadjτοπάζωof a persongood at making guessesintuitive, ingeniousMen.

ShortDef

divinatory, sagacious

Debugging

Headword:
τοπαστικός
Headword (normalized):
τοπαστικός
Headword (normalized/stripped):
τοπαστικος
IDX:
39964
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39965
Key:
τοπαστικός

Data

{'headword_display': '<b>τοπαστικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τοπαστικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τοπάζω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a person</Indic><Def>good at making guesses</Def><Tr>intuitive, ingenious</Tr><Au>Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τοπαστικός'}