Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοξόδαμνος
τοξόκλυτος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξοτευχής
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφόρος
τοπάζω
τόπαρχος
τοπαστικός
τοπήια
τοπικός
τοπογραφίᾱ
τοπομαχέω
τόπος
τορείᾱ
τορεῖν
τορευτής
τορεύω
View word page
τόπ-αρχος
τόπ-αρχοςονadjἄρχω of a woman, ref. to the mistress of a householdin charge of a placeA.dub.

ShortDef

ruling over a place

Debugging

Headword:
τόπαρχος
Headword (normalized):
τόπαρχος
Headword (normalized/stripped):
τοπαρχος
IDX:
39963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39964
Key:
τόπαρχος

Data

{'headword_display': '<b>τόπ-αρχος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τόπ-αρχος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a woman, ref. to the mistress of a household</Indic><Tr>in charge of a place</Tr><Au>A.<LblR>dub.</LblR></Au></aS1></AE>', 'key': 'τόπαρχος'}