Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοξικός
τοξοδάμᾱς
τοξόδαμνος
τοξόκλυτος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξοτευχής
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφόρος
τοπάζω
τόπαρχος
τοπαστικός
τοπήια
τοπικός
τοπογραφίᾱ
τοπομαχέω
τόπος
τορείᾱ
τορεῖν
View word page
τοξο-φόρος
τοξο-φόροςονadjφέρω of gods, persons, peoplesbow-bearingIl. hHom. Pi. Hdt.oracle E. Ar.masc.pl.sb.archersHdt. E.

ShortDef

bow-bearing

Debugging

Headword:
τοξοφόρος
Headword (normalized):
τοξοφόρος
Headword (normalized/stripped):
τοξοφορος
IDX:
39961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39962
Key:
τοξοφόρος

Data

{'headword_display': '<b>τοξο-φόρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τοξο-φόρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of gods, persons, peoples</Indic><Tr>bow-bearing</Tr><Au>Il. hHom. Pi. Hdt.<LblR>oracle</LblR> E. Ar.</Au><SGrm><GLbl>masc.pl.sb.</GLbl><Def>archers</Def><Au>Hdt. E.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'τοξοφόρος'}