Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοξήρης
τοξικός
τοξοδάμᾱς
τοξόδαμνος
τοξόκλυτος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξοτευχής
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφόρος
τοπάζω
τόπαρχος
τοπαστικός
τοπήια
τοπικός
τοπογραφίᾱ
τοπομαχέω
τόπος
τορείᾱ
View word page
τοξουλκός
τοξουλκόςόνadjἕλκω of the prowess of Persiansin drawing the bow, in archeryA.of arrowsshot from the drawn bowA.

ShortDef

drawing the bow

Debugging

Headword:
τοξουλκός
Headword (normalized):
τοξουλκός
Headword (normalized/stripped):
τοξουλκος
IDX:
39960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39961
Key:
τοξουλκός

Data

{'headword_display': '<b>τοξουλκός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τοξουλκός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ἕλκω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of the prowess of Persians</Indic><Tr>in drawing the bow, in archery</Tr><Au>A.</Au></aS1><aS1><Indic>of arrows</Indic><Tr>shot from the drawn bow</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τοξουλκός'}