Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοδάμᾱς
τοξόδαμνος
τοξόκλυτος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξοτευχής
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφόρος
τοπάζω
τόπαρχος
τοπαστικός
τοπήια
τοπικός
τοπογραφίᾱ
τοπομαχέω
View word page
τοξο-τευχής
τοξο-τευχήςέςadjτεύχω of women, ref. to Amazonsarmed with a bowA.

ShortDef

armed with the bow

Debugging

Headword:
τοξοτευχής
Headword (normalized):
τοξοτευχής
Headword (normalized/stripped):
τοξοτευχης
IDX:
39958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39959
Key:
τοξοτευχής

Data

{'headword_display': '<b>τοξο-τευχής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τοξο-τευχής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>τεύχω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of women, ref. to Amazons</Indic><Tr>armed with a bow</Tr><Au>A.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τοξοτευχής'}