Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τόνος
τοξάζομαι
τόξαρχος
τοξείᾱ
τόξευμα
τοξευτής
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοδάμᾱς
τοξόδαμνος
τοξόκλυτος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
τοξοτευχής
τοξότης
τοξουλκός
τοξοφόρος
τοπάζω
View word page
τοξο-δάμᾱς
τοξο-δάμᾱςαντοςmasc.adjδάμνημι conquering with the bowinvincible in archeryA. B.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τοξοδάμᾱς
Headword (normalized):
τοξοδάμᾱς
Headword (normalized/stripped):
τοξοδαμας
IDX:
39952
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39953
Key:
τοξοδάμᾱς

Data

{'headword_display': '<b>τοξο-δάμᾱς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>τοξο-δάμᾱς</HL><Infl>αντος</Infl><PS>masc.adj</PS><Ety><Ref>δάμνημι</Ref></Ety></HG> <aS1><Def>conquering with the bow</Def><Tr>invincible in archery</Tr><Au>A. B.</Au></aS1></AE>', 'key': 'τοξοδάμᾱς'}