Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τόμια
τόμοντες
τομός
τόμος
τονθορύζω
τόνος
τοξάζομαι
τόξαρχος
τοξείᾱ
τόξευμα
τοξευτής
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοδάμᾱς
τοξόδαμνος
τοξόκλυτος
τόξον
τοξοποιέω
τοξοσύνη
View word page
τοξευτής
τοξευτήςοῦmbowman, archerin a contestIl.fig., ref. to a person who wounds others w. arrows of loveCall.

ShortDef

bowman, archer

Debugging

Headword:
τοξευτής
Headword (normalized):
τοξευτής
Headword (normalized/stripped):
τοξευτης
IDX:
39947
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39948
Key:
τοξευτής

Data

{'headword_display': '<b>τοξευτής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τοξευτής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Tr>bowman, archer<Expl>in a contest</Expl></Tr><Au>Il.</Au><nS2><Indic>fig., ref. to a person who wounds others w. arrows of love</Indic><Au>Call.</Au></nS2></nS1></NE>', 'key': 'τοξευτής'}