Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τομάω
τομεύς
τομή
τόμια
τόμοντες
τομός
τόμος
τονθορύζω
τόνος
τοξάζομαι
τόξαρχος
τοξείᾱ
τόξευμα
τοξευτής
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοδάμᾱς
τοξόδαμνος
τοξόκλυτος
View word page
τόξ-αρχος
τόξ-αρχοςουmἄρχω ref. to the Persian kingarcher lordA.in the Athenian armycaptain of archersTh.

ShortDef

lord of the bow, bowman, archer

Debugging

Headword:
τόξαρχος
Headword (normalized):
τόξαρχος
Headword (normalized/stripped):
τοξαρχος
IDX:
39944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39945
Key:
τόξαρχος

Data

{'headword_display': '<b>τόξ-αρχος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τόξ-αρχος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ἄρχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Indic>ref. to the Persian king</Indic><Tr>archer lord</Tr><Au>A.</Au></nS1><nS1><Indic>in the Athenian army</Indic><Tr>captain of archers</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τόξαρχος'}