Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμια
τόμοντες
τομός
τόμος
τονθορύζω
τόνος
τοξάζομαι
τόξαρχος
τοξείᾱ
τόξευμα
τοξευτής
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
τοξικός
τοξοδάμᾱς
τοξόδαμνος
View word page
τοξάζομαι
τοξάζομαιmid.vbτόξονep.fut.
τοξάσσομαι
ep.aor.
ἐτοξασσάμην
shoot with a bowshoot an arrowarrowsOd.w.gen.at someoneOd.

ShortDef

to shoot with a bow

Debugging

Headword:
τοξάζομαι
Headword (normalized):
τοξάζομαι
Headword (normalized/stripped):
τοξαζομαι
IDX:
39943
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39944
Key:
τοξάζομαι

Data

{'headword_display': '<b>τοξάζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>τοξάζομαι</HL><PS>mid.vb</PS><Ety><Ref>τόξον</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>ep.fut.</Lbl><Form>τοξάσσομαι</Form></Tns><Tns><Lbl>ep.aor.</Lbl><Form>ἐτοξασσάμην</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Def>shoot with a bow</Def><Tr>shoot an arrow<or/>arrows</Tr><Au>Od.</Au><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>at someone<Au>Od.</Au></Cmpl> </vS1> </VE>', 'key': 'τοξάζομαι'}