Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τολμητός
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμια
τόμοντες
τομός
τόμος
τονθορύζω
τόνος
τοξάζομαι
τόξαρχος
τοξείᾱ
τόξευμα
τοξευτής
τοξευτός
τοξεύω
τοξήρης
View word page
τόμος
τόμοςουmcut piececut, sliceof meat, cakeAr.

ShortDef

a cut, slice

Debugging

Headword:
τόμος
Headword (normalized):
τόμος
Headword (normalized/stripped):
τομος
IDX:
39940
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39941
Key:
τόμος

Data

{'headword_display': '<b>τόμος</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τόμος</HL><Infl>ου</Infl><PS>m</PS></HG><nS1><Def>cut piece</Def><Tr>cut, slice<Expl>of meat, cake</Expl></Tr><Au>Ar.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τόμος'}