Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τολμηρός
τολμητής
τολμητός
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμια
τόμοντες
τομός
τόμος
τονθορύζω
τόνος
τοξάζομαι
τόξαρχος
τοξείᾱ
τόξευμα
τοξευτής
τοξευτός
View word page
τόμοντες
τόμοντεςAeol.masc.pl.aor.2 ptcpl.seeτέμνω

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τόμοντες
Headword (normalized):
τόμοντες
Headword (normalized/stripped):
τομοντες
IDX:
39938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39939
Key:
τόμοντες

Data

{'headword_display': '<b>τόμοντες</b>', 'content': '<XE><RefFm>τόμοντες<LblR>Aeol.masc.pl.aor.2 ptcpl.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>τέμνω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'τόμοντες'}