Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τολμητής
τολμητός
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμια
τόμοντες
τομός
τόμος
τονθορύζω
τόνος
τοξάζομαι
τόξαρχος
τοξείᾱ
View word page
τομεύς
τομεύςέωςm cutting-instrumentknifebladePl. X.

ShortDef

one that cuts, sector

Debugging

Headword:
τομεύς
Headword (normalized):
τομεύς
Headword (normalized/stripped):
τομευς
IDX:
39935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39936
Key:
τομεύς

Data

{'headword_display': '<b>τομεύς</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τομεύς</HL><Infl>έως</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Def>cutting-instrument</Def><Tr>knife<or/>blade</Tr><Au>Pl. X.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τομεύς'}