Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τολμᾱ́εις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τολμητής
τολμητός
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμια
τόμοντες
τομός
τόμος
τονθορύζω
τόνος
τοξάζομαι
τόξαρχος
View word page
τομάω
τομάωcontr.vb of a diseasebe in need of cuttingrequire surgeryS.

ShortDef

to need cutting

Debugging

Headword:
τομάω
Headword (normalized):
τομάω
Headword (normalized/stripped):
τομαω
IDX:
39934
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39935
Key:
τομάω

Data

{'headword_display': '<b>τομάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>τομάω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a disease</Indic><Def>be in need of cutting</Def><Tr>require surgery</Tr><Au>S.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'τομάω'}