Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοκισμός
τοκιστής
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμᾱ́εις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τολμητής
τολμητός
τολυπεύω
τολύπη
τομαῖος
τομάω
τομεύς
τομή
τόμια
τόμοντες
τομός
View word page
τολμητής
τολμητήςοῦmτολμάω person of bold characterdare-devilTh. Plu.

ShortDef

a bold, venturous man

Debugging

Headword:
τολμητής
Headword (normalized):
τολμητής
Headword (normalized/stripped):
τολμητης
IDX:
39929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39930
Key:
τολμητής

Data

{'headword_display': '<b>τολμητής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τολμητής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>τολμάω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>person of bold character</Def><Tr>dare-devil</Tr><Au>Th. Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τολμητής'}