Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοιχωρύχος
τοίως
τόκα
τοκάς
τοκεύς
τοκεών
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμᾱ́εις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τολμητής
τολμητός
τολυπεύω
τολύπη
View word page
τοκοφορέω
τοκοφορέωcontr.vbφέρω pay intereston money owedD.

ShortDef

to bring in interest

Debugging

Headword:
τοκοφορέω
Headword (normalized):
τοκοφορέω
Headword (normalized/stripped):
τοκοφορεω
IDX:
39922
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39923
Key:
τοκοφορέω

Data

{'headword_display': '<b>τοκοφορέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>τοκοφορέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>φέρω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>pay interest<Expl>on money owed</Expl></Tr><Au>D.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'τοκοφορέω'}