Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

τοιχωρυχέω
τοιχωρυχίᾱ
τοιχωρύχος
τοίως
τόκα
τοκάς
τοκεύς
τοκεών
τοκίζω
τοκισμός
τοκιστής
τόκος
τοκοφορέω
τόλμα
τολμᾱ́εις
τολμάω
τολμήεις
τόλμημα
τολμηρός
τολμητής
τολμητός
View word page
τοκιστής
τοκιστήςοῦm money-lenderArist.

ShortDef

an usurer

Debugging

Headword:
τοκιστής
Headword (normalized):
τοκιστής
Headword (normalized/stripped):
τοκιστης
IDX:
39920
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-39921
Key:
τοκιστής

Data

{'headword_display': '<b>τοκιστής</b>', 'content': '<NE><HG><HL>τοκιστής</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>money-lender</Tr><Au>Arist.</Au></nS1></NE>', 'key': 'τοκιστής'}